-
1 καταπτήσσω
Aκαταπτήτην Il.8.136
: poet. [tense] aor. part.καταπτᾰκών A.Eu. 252
(cf. καταπλακών): [tense] pf. (v.l. -έπτηχε), Did.in D.11.25, Them.Or.24.309b, orκατέπτηχα D.4.8
, Plu.Per.25, Gal.5.510; [dialect] Ep. part. καταπεπτηώς (v. infr.):—crouch, cower, esp. from fear,καταπτήτην ὑπ' ὄχεσφι Il.8.136
;καταπτήξας ὑπὸ θάμνῳ 22.191
;κατὰ δ' ἔπτηξαν ποτὶ γαίῃ Od.8.190
;λιμῷ καταπεπτηυῖα Hes.Sc. 265
: also in Prose, κατέπτηχε μέντοι ταῦτα πάντα νῦν D.l.c., cf. D.H.7.50;ταπεινοὶ -πτήξετε πρὸς τὸ μέλλον Plu.Aem.27
;διὰ τὸ μέγεθος Id.Sull.7
.2 c. acc., cower beneath,ἐξουσίαν D.H.11.18
;τὸ θεοῦ κράτος Ph.1.677
, cf. 322, 2.600; of a breach in a wall, .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπτήσσω
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский